- νιφόεις
- νοφόεις, -εσσα, -εν (Α)1. γεμάτος χιόνι, χιονισμένος, χιονοσκεπής («νιφόεσσ' Αἴτνα», Πίνδ.)2. λευκός σαν το χιόνι, χιονάτος, χιονόλευκος («νιφόεσσα Ἑλένη», Ίων τραγ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα νιφ- τού νείφει «χιονίζει» + κατάλ. -όεις (πρβλ. τροφ-όεις)].
Dictionary of Greek. 2013.